ρεάλια

ρεάλια
τα, Ν
φιλολ. τα στοιχεία που αναφέρονται στα πρόσωπα και πράγματα τής εποχής για την οποία πραγματεύεται το κείμενο ενός αρχαίου συγγραφέα, σε αντιδιαστολή προς τα γλωσσικά στοιχεία του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υστερολατ. realis «πραγματικός» (< λατ. res «πράγμα»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ρεάλι — και ριάλι, το, Ν 1. παλιό νόμισμα τής Ισπανίας 2. στον πληθ. τα ρεάλια χρήματα, περιουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. real / rial < real «βασιλικός» (< λατ. regalis «βασιλικός»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”